Παρτιζάνος: Ο ΤΣΕ και το Ποδόσφαιρο


partizanos trifylli net

Σαν σήμερα το 1967 ο Τσε εκτελέστηκε αφού πιάστηκε αιχμάλωτος μετά από μάχη στα βουνά της Βολιβίας. Έφυγε όπως τον γνώρισε όλος ο κόσμος. Περήφανος αντάρτης και αμετανόητος εραστής της επανάστασης και της ελευθερίας. Γνήσιος διεθνιστής αγωνιζόταν για την απελευθέρωση των λαών όπου γης. Γεννήθηκε στην Αργεντινή, ήταν από τους πρωταγωνιστές της νικηφόρας επανάστασης στην Κούβα, πολέμησε σε αρκετές άλλες χώρες και πέθανε μαχόμενος στην Βολιβία.

Όπως έλεγε ο ίδιος: «Έχω γεννηθεί στην Αργεντινή, αυτό δεν είναι μυστικό για κανένα. Είμαι Κουβανός και μαζί Αργεντινός, και αν οι λαμπρότατες περιοχές της Λατινικής Αμερικής δε θίγονται, αισθάνομαι τόσο Λατινοαμερικανός πατριώτης, απ’ οποιαδήποτε χώρα της Λατινικής Αμερικής, όσο και ο πιο πατριώτης της κάθε μιας.  Θα είμαι έτοιμος στην κατάλληλη στιγμή να δώσω τη ζωή μου για την απελευθέρωση μιας χώρας δίχως να γυρέψω τίποτε από κανένα, δίχως τίποτε ν’ απαιτήσω, δίχως κανέναν να εκμεταλλευτώ».

Έχουν γραφτεί πάρα πολλά για την ζωή και την δράση του Τσε, όμως εμείς σήμερα θα αναδείξουμε μια μάλλον αθέατη πτυχή: Την σχέση του Τσε με το ποδόσφαιρο. Είναι γνωστή άλλωστε η φράση του ότι,  “το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα απλό παιχνίδι. Είναι όπλο της επανάστασης”.

tse-podosfairo

Ο Τσε και το ποδόσφαιρο

Γιατί η Κούβα, μια χώρα τόσο δυνατή στα σπορ –ο Φιντέλ είχε δηλώσει πως ο αθλητισμός είναι μια από τις δραστηριότητες που εκφράζουν καλύτερα την επανάσταση– έχει τόσο χάλια ποδόσφαιρο; Το 1938, υπήρξε η πρώτη χώρα της Κεντρικής Αμερικής που έπαιξε σε τελικά Παγκόσμιου Πρωταθλήματος (αποχώρησαν όλες οι άλλες από τα προκριματικά) και μάλιστα πέρασε και στον δεύτερο γύρο αποκλείοντας τη Ρουμανία. Και μετά σιωπή. Οι Κουβανοί δεν δήλωσαν καν συμμετοχή το 1954, το 1958, το 1962, το 1970, το 1974, κι όταν δήλωναν δεν το παίρναμε είδηση.

Η Κούβα δεν αγαπάει το ποδόσφαιρο: «Βαριέμαι φριχτά. Κανένας εδώ δεν παίζει ράγκμπι ή ποδόσφαιρο και σιχαίνομαι το μπέιζμπολ», έγραφε στη μητέρα του ο Τσε στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Ο Τσε βρισκόταν στην Αβάνα αλλά παρέμενε Αργεντινός: είχε επιφορτίσει έναν από τους συνεργάτες του να τον ενημερώνει για τα αθλητικά νέα της χώρας του.

Ο Ερνεστίνο Γκεβάρα Λιντς ντε λα Σέρνα οργανώνει με τα παιδιά της γειτονιάς ένα ματς Άθεοι-Χριστιανοί –παίζει με τους Άθεους κι είναι μόλις 10 χρονών. Στα 11 απαγγέλει με περηφάνια τις συνθέσεις των μεγάλων ομάδων της Αργεντινής σε έναν φίλο του πατέρα του που τους προκάλεσε, αυτόν και τον μικρό του αδερφό: «Στοίχημα ότι δεν ξέρετε ούτε έναν παίκτη της Μπόκα».

Όταν όλοι οι φίλοι του, στην επαρχία της Κόρδοβα, υποστήριζαν τις μεγάλες ομάδες της πρωτεύουσας, ο νεαρός Ερνέστο αποφασίζει ότι αυτός θα διαφέρει, θα υποστηρίζει μια ομάδα της πόλης όπου γεννήθηκε –«Είμαι από το Ροσάριο, είμαι Ροσάριο Σεντράλ». Ακόμη κι όταν ένας παίκτης που λάτρευε, ο Ενρίκε «Τσουέκο» Γκαρσία, ο «Αριστεροπόδαρος Ποιητής», πήγε στη Ρασίγκ, δεν κλονίστηκε: «Θα είμαι Σεντράλ μέχρι να πεθάνω». Άλλο μεγάλο του είδωλο: ο θρυλικός επιθετικός «Τορίτο» Αγκίρε. Ο Τορίτο, το 1949, στο κλάσικο του Ροσάριο, ντρίπλαρε τη μισή ομάδα, σκόραρε και πήγε και κατέβασε το σορτσάκι του μπροστά στους οπαδούς των Ολντ Μπόιζ –λέγεται, μάλιστα, πως το έκανε μπροστά σε συγκεκριμένο σημείο της κερκίδας όπου βρίσκονταν μόνο γυναίκες.

Αθλητικός αν και ασθματικός, ο Γκεβάρα ήταν πολύ καλός στο ράγκμπι , έπαιζε και τένις, γκολφ, σκάκι, μα κυρίως ποδόσφαιρο ως μελλοντικός επαναστάτης –η νταντά του τον θυμάται να παίρνει από την ντουλάπα του σπιτιού ένα από τα παντελόνια του: «Ενός φίλου μου του τρύπησε, δεν έχει να πάρει καινούριο και δεν μπορεί να παίξουμε μπάλα. Και τι λογική είναι αυτή, εγώ να έχω δέκα παντελόνια κι αυτός ένα;».

Έπαιζε τερματοφύλακας, ίσως γιατί η πάθησή του τού το επέβαλλε, ίσως γιατί από κει μπορούσε να παρατηρεί με την άνεσή του την ανάπτυξη της ομάδας και να βάζει τις φωνές στους συμπαίκτες του. Είχε πάντα κοντά του την ειδική συσκευή εισπνοών, την οποία καμιά φορά χρησιμοποιούσε όπως ορισμένοι το τσιγάρο: «Έπαιρνα εισπνοές για να μη βρίσω τους αμυντικούς μου που με κρέμασαν». Ήταν καλύτερος στο παιχνίδι με τα χέρια –είπαμε, έπαιζε ράγκμπι–, δυνατός, πάντα παθιασμένος για τη νίκη.

Οι ποδοσφαιρικές του περιπέτειες στη διάρκεια του περίφημου ταξιδιού με τη μοτοσικλέτα (και με πολλά άλλα μεταφορικά μέσα) στη Νότια Αμερική, παρέα με τον Αλμπέρτο Γρανάδο, είναι πιο γνωστές. Στα ερείπια ενός ναού των Ίνκας, στις όχθες του Αμαζονίου ή σε ένα λεπροκομείο στο Σαν Πάμπλο –ματς Υγιείς-Άρρωστοι, ο Ερνέστο με τους άρρωστους, περιστατικό που θυμόμαστε κι από την ταινία «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας»–, παίζουν μπάλα με τους ντόπιους, διηγούνται τα (κυριολεκτικά) φανταστικά τους κατορθώματα, για παράδειγμα ότι έπαιζαν μπάλα σε επαγγελματικές ομάδες στην Αργεντινή και συχνά εντυπωσιάζουν τόσο με τις πραγματικές τους ποδοσφαιρικές ικανότητες που τους ζητούν να κάτσουν μέχρι τον αγώνα της Κυριακής, με αντάλλαγμα τροφή, στέγη και μεταφορά.

Ο 30χρονος Γρανάδο, παρατσούκλι Πεδερνερίτα, λόγω κάποιας ομοιότητας με τον σταρ της Ρίβερ Αδόλφο Πεδερνέρο, παίζει μέσος, ο 23χρονος Γκεβάρα τερματοφύλακας. Στην πόλη Λετίσια, στην Κολομβιανή Αμαζονία, όπου φτάνουν με την περίφημη σχεδία «Μάμπο-Τάνγκο», αναλαμβάνουν ρόλο προπονητή-παίκτη μια ομάδας ονόματι Ιντεπεντιέντε (οι κανονικοί παίκτες ήταν ακόμη χειρότεροι) περιμένοντας το επόμενο αεροπλάνο για την Μπογκοτά. Στο τοπικό ντέρμπι ο Ερνέστο αποκρούει ένα πέναλτι «που έμεινε στα χρονικά της ομάδας», όπως τουλάχιστον έγραψε ο ίδιος. Στο τέλος του αγώνα, κι ενώ παίζει ο εθνικός ύμνος της Κολομβίας, σκύβει να καθαρίσει το ματωμένο γόνατό του, προσβολή που προκάλεσε τη βίαιη αντίδραση ενός παρευρισκόμενου συνταγματάρχη.

«Αύριο θα δούμε Μιγιονάριος-Ρεαλ Μαδρίτης, από τις πιο φτηνές θέσεις, οι ποδοσφαιριστές συμπατριώτες μας είναι πιο δύσκολοι κι από υπουργό όταν τους κάνεις τράκα»: γράμμα στη Σέλια Γκεβάρα, αρχές Ιουλίου του 1952. Οι δυο φίλοι περνούν τα πρωινά τους στην Μπογκοτά προσπαθώντας να βγάλουν βίζα για τη Βενεζουέλα αλλά δεν παραλείπουν να παίζουν ή να βλέπουν ποδόσφαιρο. Η Ρεαλ Μαδρίτης βρίσκεται στην πόλη για φιλικά και παράλληλα ρίχνει ματιές στους πολλούς Αργεντινούς ποδοσφαιριστές που παίζουν στην Κολομβία, ειδικά στη φοβερή ομάδα των Μιγιονάριος. Ποιος είναι άραγε ο σφιχτοχέρης συμπατριώτης τους; Ο Ντι Στέφανο ή ο μελλοντικός του συμπαίκτης στη Ρεάλ Έκτορ Ριάλ;

Ο Ντι Στέφανο θυμάται ότι ο Ριάλ τον ξύπνησε αξημέρωτα για να του γνωρίσει έναν Ερνέστο Γκεβάρα, με τον οποίον είχαν κάνει μαζί φαντάροι. Τα επόμενα χρόνια, οι δυο σπουδαίοι συμπατριώτες θα καταπλήξουν τον κόσμο. Ο Γρανάδο σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι συναντήθηκαν με τον Ντι Στέφανο στις 8 Ιουλίου 1952, ήπιαν ματέ, συζήτησαν «για μπάλα, ιατρική και τα βουνά της Κόρδοβα» και κονόμησαν εισιτήρια για ακόμη ένα ματς. Σχολιάζει επίσης τους αγώνες: «Πολύ καλό ματς, σίγουρα στη λίστα των αγαπημένων μου. Η ομορφιά του λατινοαμερικάνικου ποδοσφαίρου αντιμετώπιζε τη δύναμη και τη τεχνική του ευρωπαϊκού, που δεν εντυπωσιάζει με την ομορφιά του αλλά με την αποτελεσματικότητά του. Ο Ντι Στέφανο, ασύγκριτος».

Οι δρόμοι του Γρανάδο και του Γκεβάρα θα χωρίσουν λίγο μετά. Στο μέλλον, όταν ο Γκεβάρα θα έχει γίνει Τσε, θα ξαναπαίζουν όποτε μπορούν ένα πικάδο, ένα από τα αυτοσχέδια ματς που συνηθίζουν οι Αργεντίνοι. Το 1963, στο Σαντιάγο της Κούβας, στη διάρκεια ενός τέτοιου πικάδο με τον Γρανάδο, ο Τσε, πανίσχυρος και λαοφιλής υπουργός βιομηχανίας, θα πέσει με εντυπωσιακή αυτοθυσία στα πόδια του Ισπανού Αρίας, του ισχυρότερου ποδοσφαιριστή που βρισκόταν στο νησί, και θα σώσει την ομάδα του ακόμη μια φορά. Από αυτήν τη συνάντηση μας έρχεται και μια από τις δυο ποδοσφαιρικές φωτογραφίες του Τσε, παρέα με τον χαμογελαστό Γρανάδο.

Η άλλη τραβήχτηκε την ίδια χρονιά, στην υποδοχή μιας βραζιλιάνικης άσημης ομάδας, της Μαντουρέιρα, που περιόδευε στον κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του 1960 –βρέθηκε ακόμη και στην κομμουνιστική Κίνα, δεκατέσσερα χρόνια πριν τη Γουέστ Μπρομ. Οι Βραζιλιάνοι έδωσαν πέντε φιλικά ματς (πέντε νίκες) στην Κούβα. Ο Τσε παρακολούθησε ένα από αυτά, και, με τη γνωστή χακί στολή και το χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, χαιρέτησε έναν προς έναν τους Βραζιλιάνους παίκτες.

Πηγή για το πιο πάνω άρθρο: sombrero.gr

tse-podosfairo2

Μετά τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα το 1967 ξέσπασαν σφοδρές ταραχές στο Μπουένος Άιρες. Στο διάστημα εκείνο αρκετοί ποδοσφαιρικοί αγώνες διακόπηκαν από το στρατό και την αστυνομία, καθώς φίλαθλοι της Ιντεπεντιέντε, της Οέστε, της Μπόκα Τζούνιορς και άλλων ομάδων φώναζαν στις κερκίδες “Τσε! Τσε!”προς τιμήν του μεγάλου επαναστάτη.

Σήμερα ο Τσε δεσπόζει ως μορφή, όχι μόνο στις διαδηλώσεις αλλά και σε πολλά γήπεδα σε όλη την γη. Πανό, σημαίες, πλακάτ, ακόμα και κορεό έχουν γίνει από οπαδούς για να τον τιμήσουν αλλά και να εκφράσουν έτσι τις πεποιθήσεις τους.

Φυσικά κρατά και σε μας μόνιμα συντροφιά, στα γήπεδα, στους δρόμους, στους συνδέσμους, όπου υπάρχει ΟΜΟΝΟΙΑ και ΘΥΡΑ 9. Ο Τσε θα είναι πάντα εκεί να μας υπενθυμίζει πως γεννήθηκε η ομάδα μας, πως το αντάρτικο σινιάλο από την Ελλάδα τότε έφερε τον ξεσηκωμό και την ρήξη με τον φασισμό και στον κυπριακό αθλητισμό.  Θα είναι εκεί να μας κρατά σε εγρήγορση, να μην μας αφήνει ποτέ να εφησυχαστούμε, ούτε να συμβιβαστούμε. Θα είναι εκεί για να μαθαίνουμε όλοι εμείς πως η ανάγκη γίνεται ιστορία, πως η επανάσταση δεν είναι ουτοπία.

ο Παρτιζάνος